- ὑπεξέκειτο
- ὑπέκκειμαιto be carried out to a place of safetyimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέκκειμαι — Α 1. (για πρόσ.) βρίσκομαι σε τόπο ασφαλή, εκτός κινδύνου 2. (για πράγμ.) έχω μεταφερθεί και τοποθετηθεί κάπου για φύλαξη («καὶ ὅσα ὑπεξέκειτο αὐτόθι τῶν Κλαζομενίων», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἔκκειμαι «βρίσκομαι έξω»] … Dictionary of Greek